κροκοείμων

κροκοείμων
κροκο-είμων, ον, gen. ονος,
A saffron-clad, Sch.DIl.8.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κροκοείμων — κροκοείμων, όειμον (Α) ο ντυμένος με ένδυμα βαμμένο με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. δροσο είμων, πτερο είμων] …   Dictionary of Greek

  • κροκοείμων — saffron clad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”